- διπλασμός
- διπλασμόςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διπλασμός — διπλασμός, ο (Μ) [διπλάζω] 1. διπλασιασμός 2. μουσ. οκτάφωνη αντιφωνία, διάστημα ογδόης … Dictionary of Greek
διπλασμοῦ — διπλασμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλασμῷ — διπλασμός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλασμόν — διπλασμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)